- εχεδημία
- ἐχεδημία, ἡ (Α)αρχαία ονομασία τής Ακαδημίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όνομα Εχέ-δημος (< εχε-* < έχω Ι + δήμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχεδημία — ἐχεδημίᾱ , ἐχεδημία fem nom/voc/acc dual ἐχεδημίᾱ , ἐχεδημία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεδημίαν — ἐχεδημίᾱν , ἐχεδημία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek